- μαστορικός
- η , ό1) относящийся к мастеру; принадлежащий мастеру;
μαστορικά σύνεργα — инструменты мастера;
τα μαστορικά — плата мастеру;
2) перен. мастерский; искусный, ловкий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαστορικά σύνεργα — инструменты мастера;
τα μαστορικά — плата мастеру;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαστορικός — ή, ό [μάστορας] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στον μάστορα («μαστορικά σύνεργα») 2. μτφ. (για πράγματα ή και πράξεις) ο καμωμένος με τέχνη και επιδεξιότητα, έντεχνος, καλοδουλεμένος, καλοφτιαγμένος («μαστορικό σκάλισμα τού ξύλου»)… … Dictionary of Greek
μαστορικός — ή, ό 1.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μάστορα: Έφερες τα μαστορικά εργαλεία; 2. ο φτιαγμένος με τέχνη, με μαστοριά: Μαστορικά ξυλόγλυπτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαστροδουλεμένος — η, ο μαστορικός, κατασκευασμένος με τεχνική επιδεξιότητα, καλοδουλεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστρο (< μαστορικά) + δουλεμένος] … Dictionary of Greek
μαστόρικα — και μαστορικά και μαστορίτικα, τα συνθηματική γλώσσα από λέξεις που κατασκευάζουν και χρησιμοποιούν άνθρωποι οι οποίοι ασκούν την ίδια τέχνη για να αστεΐζονται ή για να συνεννοούνται χωρίς να τούς καταλαβαίνουν οι άλλοι. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
περίτεχνος — η, ο, Ν αυτός που έχει εκπονηθεί ή κατασκευαστεί με πολλή τέχνη και καλαισθησία, καλοδουλεμένος, μαστορικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έν τεχνος] … Dictionary of Greek
καλοδουλεμένος — η, ο καλοφτιαγμένος, περίτεχνος, μαστορικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεχνίτης — ο θηλ. τεχνίτρα 1. αυτός που ξέρει ή εξασκεί κάποια τέχνη, ο μάστορας: Ήρθε ο τεχνίτης του πλυντηρίου. 2. επιδέξιος, μαστορικός: Είναι τεχνίτης στη δουλειά του. 3. πανούργος, πονηρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)